- πλινθεύω
- Α [πλίνθος]1. χρησιμοποιώ χώμα για την κατασκευή πλίνθων («ὀρύσσοντες ἅμα τὴν τάφρον ἐπλίνθευον τὴν γῆν ἐκ τοῡ ὀρύγματος», Ηρόδ.)2. πλάθω και κόβω πλίνθους, πλινθουργώ3. οικοδομώ, κατασκευάζω κτίσμα από πλίνθους3. κατασκευάζω κάτι σε σχήμα πλίνθου, επιμήκους τετραγώνου4. μέσ. πλινθεύομαι(κατά το λεξ. Σούδα) «πλινθεύεταιἐξαπατᾱται»5. (το θηλ. τής μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ἡ πλινθευομένηειδική φορολογία για την κατασκευή πλίνθων.
Dictionary of Greek. 2013.